Erektsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: erektsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eraviisilisus στα ελληνικά - της ιδιωτικής, των ιδιωτικών, ιδιωτικών, ιδιωτικής, ιδιωτικού
- ere στα ελληνικά - εμφανής, ολοφάνερος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό, έντονο
- eremiit στα ελληνικά - ασκητής, ερημίτης, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
- ergastama στα ελληνικά - ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Τυχαίες λέξεις
Erektsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης