Ανέγερση στα εσθονικά

Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konstruktsioon, erektsioon, ehitis, püstitamine, erektsiooni, püstitamiseks, paigaldamine
Ανέγερση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέγερση

ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανέγερση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανάφλεξη στα εσθονικά - põletamine, süttimine, põlemine, süüde, süüte, süttimise, süttimist
  • ανάχωμα στα εσθονικά - küngas, kuhi, madalik, teetamm, kaldapealne, pank, kuhjama, ...
  • ανέκδοτο στα εσθονικά - anekdoot, anekdoodi, anekdooti, anekdoodist, anekdoodis
  • ανέκφραστος στα εσθονικά - segane, kõnevõimetu, väljendusraskustega, Ilmeetön, ükskõikse näoga, tõsise ilmega tehtud naljadest
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: konstruktsioon, erektsioon, ehitis, püstitamine, erektsiooni, püstitamiseks, paigaldamine