Erudeeritud στα ελληνικά
Μετάφραση: erudeeritud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόγιος, πολυμαθής, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- erootilisus στα ελληνικά - ερωτομανία, ερωτισμό, ερωτισμός, ερωτισμού, τον ερωτισμό
- erosioon στα ελληνικά - τρίξιμο, τριβή, φθορά, διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, ...
- eruditsioon στα ελληνικά - πολυμάθεια, ευρυμάθεια, erudition, ευρυμάθειας, ευρυμάθειά
- erutama στα ελληνικά - ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Τυχαίες λέξεις
Erudeeritud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόγιος, πολυμαθής, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς
Μεταφράσεις: λόγιος, πολυμαθής, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς