Fanaatik στα ελληνικά
Μετάφραση: fanaatik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανατικός, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- familiaarne στα ελληνικά - εξοικειωμένος, απλός, ανεπίσημη, άνευ διατυπώσεων
- familiaarsus στα ελληνικά - οικειότητα, unceremoniousness
- fanaatiline στα ελληνικά - φανατικός, φανατικών, φανατική, φανατικοί, φανατικό
- fanaatiliselt στα ελληνικά - φανατικά, φανατισμό, με φανατισμό, φανατικοί, φανατικά το
Τυχαίες λέξεις
Fanaatik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανατικός, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών
Μεταφράσεις: φανατικός, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών