Harjumuspärane στα ελληνικά
Μετάφραση: harjumuspärane, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- harjumatu στα ελληνικά - ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, συνηθισμένοι, ασυνήθιστους, ασυνήθιστοι
- harjumus στα ελληνικά - συνήθεια, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
- harjunud στα ελληνικά - συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν, συνηθίσουν
- harjutama στα ελληνικά - άσκηση, συνηθίζω, εξοικειώνω, πρακτική, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Harjumuspärane στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν