Εξοικειωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: εξοικειωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
semu, familiaarne, harjumuspärane, tuttav, tuttavad, kursis, tunnevad, tundma
Εξοικειωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειωμένος

εξοικειωμένος συνωνυμο, εξοικειωμένος συνωνυμα, εξοικειωμένος in english, εξοικειωμένος στα αγγλικα, εξοικειωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εξοικειωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εξισώνω στα εσθονικά - viigistama, võrdsustama, võrdsustada, samastavad, samastada, võrdu
  • εξογκώνω στα εσθονικά - paisuma, liialdama, punduma, paistetama, suitsutama, tursuma, Puhaltaa õhku täis, ...
  • εξοικειώνομαι στα εσθονικά - kohandama, harjutama, olen, kodu, oled, am, hea
  • εξοικειώνω στα εσθονικά - kohandama, harjutama, kurssi viima
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: semu, familiaarne, harjumuspärane, tuttav, tuttavad, kursis, tunnevad, tundma