Homo στα ελληνικά

Μετάφραση: homo, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαιδρός, νεράιδα, ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, εύθυμος, Homo, ομο-, ο Homo, τον Homo
Homo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hommik στα ελληνικά - πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
  • hommikumaa στα ελληνικά - ανατολικός
  • homogeenne στα ελληνικά - ομοιογενής, ομογενής, ομοιογενές, ομοιογενή, ομογενές
  • homogeensus στα ελληνικά - ομοιογένεια, Η ομοιογένεια, Ομογενειακού, ομογένεια, Η ομογένεια
Τυχαίες λέξεις
Homo στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαιδρός, νεράιδα, ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, εύθυμος, Homo, ομο-, ο Homo, τον Homo