Hoolitsema στα ελληνικά

Μετάφραση: hoolitsema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Hoolitsema στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hoolimatus στα ελληνικά - ακολασία, φαυλότητα, ασέλγεια, φαυλότης, λαγνεία
  • hoolitseja στα ελληνικά - μαλακός, τρυφερός, φροντιστή, φροντιστής, caregiver, φροντίζει, ο φροντιστής
  • hoolitsemine στα ελληνικά - παρουσία, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
  • hoolitsev στα ελληνικά - προσεκτικός, γνωστικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστικός, στοχαστική
Τυχαίες λέξεις
Hoolitsema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει