Ilmselt στα ελληνικά
Μετάφραση: ilmselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερά, φαινομενικά, προφανώς, εμφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι
Μεταφράσεις
- ilmnemine στα ελληνικά - συμβάν, περιστατικό, γεγονός, εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, ...
- ilmselgelt στα ελληνικά - προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
- ilmuma στα ελληνικά - εμφανίζομαι, συμβαίνω, διαφαίνομαι, φαίνομαι, εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανιστεί, ...
- ilmumine στα ελληνικά - εμφάνιση, παρουσίαση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
Τυχαίες λέξεις
Ilmselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερά, φαινομενικά, προφανώς, εμφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι
Μεταφράσεις: φανερά, φαινομενικά, προφανώς, εμφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι