Inimrööv στα ελληνικά
Μετάφραση: inimrööv, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγωγή, αρπαγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inimlik στα ελληνικά - άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
- inimlikkus στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
- inimröövija στα ελληνικά - απαγωγέας, απαγωγέα, Ο απαγωγέας, απαγωγέας των, τον απαγωγέα
- inimsugu στα ελληνικά - ανθρωπότητα, Η ανθρωπότητα, Ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, της ανθρωπότητας
Τυχαίες λέξεις
Inimrööv στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγωγή, αρπαγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
Μεταφράσεις: απαγωγή, αρπαγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών