Innukalt στα ελληνικά
Μετάφραση: innukalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., ενθουσιωδώς, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, χώρο
Μεταφράσεις
- inkvisitsioon στα ελληνικά - ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
- innovatsioon στα ελληνικά - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
- innukas στα ελληνικά - οδήγηση, πρόθυμος, πρόθυμοι, πρόθυμη, πρόθυμο, ανυπομονούν
- innukus στα ελληνικά - προθυμία, ζήλος, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία
Τυχαίες λέξεις
Innukalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., ενθουσιωδώς, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, χώρο
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., ενθουσιωδώς, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, χώρο