Jõle στα ελληνικά
Μετάφραση: jõle, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκρουστικός, απαίσιος, φρικτός, άθλιες, αποτρόπαια, αποτρόπαιες, φρικτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jõhkrus στα ελληνικά - κτηνωδία, αγριότητα, βαρβαρότητα, αγριότητας, βαρβαρότητας, θηριωδία
- jõhv στα ελληνικά - χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες
- jõledus στα ελληνικά - αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
- jõletu στα ελληνικά - διαβόητος
Τυχαίες λέξεις
Jõle στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκρουστικός, απαίσιος, φρικτός, άθλιες, αποτρόπαια, αποτρόπαιες, φρικτή
Μεταφράσεις: αποκρουστικός, απαίσιος, φρικτός, άθλιες, αποτρόπαια, αποτρόπαιες, φρικτή