Käsikiri στα ελληνικά

Μετάφραση: käsikiri, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίγραφο, σενάριο, αντίτυπο, αντιγράφω, χειρόγραφο, χειρογράφου, χειρόγραφη, χειρογράφων, χειρόγραφης
Käsikiri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käru στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, τύμβος, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξα, ...
  • kärutäis στα ελληνικά - τύμβος, καρότσι γεμάτο
  • käsikäru στα ελληνικά - καρότσι, χειράμαξα
  • käsilane στα ελληνικά - τραμπούκος, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο
Τυχαίες λέξεις
Käsikiri στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίγραφο, σενάριο, αντίτυπο, αντιγράφω, χειρόγραφο, χειρογράφου, χειρόγραφη, χειρογράφων, χειρόγραφης