Kamp στα ελληνικά
Μετάφραση: kamp, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπείρα, συμμορία, τσαμπί, μάτσο, δέσμη, συμμορίας, συμμοριών, παρέα, της συμμορίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kammitsemata στα ελληνικά - ακάθεκτος, αδέσμευτη, απρόσκοπτη, απεριόριστη, ανεμπόδιστη, απόλυτο
- kammitsev στα ελληνικά - δέσιμο, δεσμευτικός, με τον Αντιπρόεδρο, με τη φαυλότητα, με την Αντιπρόεδρο, του Αντιπροέδρου, του Αντιπροέδρου κ
- kampaania στα ελληνικά - εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, της καμπάνιας
- kamper στα ελληνικά - κάμφορα, καμφορά, καμφοράς, καμφορο, καμφορ
Τυχαίες λέξεις
Kamp στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπείρα, συμμορία, τσαμπί, μάτσο, δέσμη, συμμορίας, συμμοριών, παρέα, της συμμορίας
Μεταφράσεις: σπείρα, συμμορία, τσαμπί, μάτσο, δέσμη, συμμορίας, συμμοριών, παρέα, της συμμορίας