Kanal στα ελληνικά
Μετάφραση: kanal, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, διώρυγα, οχετός, κανάλι, ρείθρο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kamraad στα ελληνικά - σύντροφος, σύντροφο, συντρόφου, σύντροφε, ο σύντροφος
- kanaarikollane στα ελληνικά - καναρίνι, καναρίνι κίτρινο
- kanala στα ελληνικά - κοτέτσι, κοτετσιού, θαλάμου ωοτόκων, θάλαμο ωοτόκων, ορνιθώνα
- kanalisatsioon στα ελληνικά - δίκτυο αποχέτευσης, αποχέτευσης, αποχέτευση, αποχετευτικό, αποχετευτικού
Τυχαίες λέξεις
Kanal στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, διώρυγα, οχετός, κανάλι, ρείθρο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Μεταφράσεις: διοχετεύω, διώρυγα, οχετός, κανάλι, ρείθρο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο