Διοχετεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanal, saatma, suunama, väin, äravool, äravoolu, voolata, tühjendada, valguda
Διοχετεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διοχετεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα εσθονικά - õige, õiged, õiget, korrektne, korrektse
  • διορισμός στα εσθονικά - nimetamine, määramine, ametisse, nimetamise, ametisse nimetamise
  • διπλανός στα εσθονικά - kõrvalolev, kõrvalmajas, kõrval, next door, kõrvalt, naabrite
  • διπλαρώνω στα εσθονικά - kõnetama, üle ulatuma, kattuvad, kattumist, kattumise, kattumine
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kanal, saatma, suunama, väin, äravool, äravoolu, voolata, tühjendada, valguda