Λέξη: υπερνικώ
Σχετικές λέξεις: υπερνικώ
υπερνικώ συνώνυμο
Συνώνυμα: υπερνικώ
κατέχω, γίνομαι κάτοχος, κατακτώ, νικώ, υποτάσσω, ξεχνώ, συνέρχομαι, υπερβαίνω, υπερπηδώ, διαπραγματεύομαι, εμπορεύομαι
Μεταφράσεις: υπερνικώ
υπερνικώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanquish, surmount, conquer, get over
υπερνικώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vencer, superar a, superar, de superar, superar los
υπερνικώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlagen, besiegen, überwinden, zu überwinden, Überwindung
υπερνικώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaincre, battre, surmonter, surmonter les, franchir, de surmonter
υπερνικώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sconfiggere, conquistare, superare, sormontare, superare gli
υπερνικώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superar, sobrepujar, vencer, ultrapassar, superação
υπερνικώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overwinnen, te overwinnen, ruimen, te boven
υπερνικώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
превозмогать, перебороть, превозмочь, побеждать, покорять, преодолеть, подавлять, победить, преодолевать, преодоления, преодолению, преодоление
υπερνικώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beseire, vinne, overvinne, å overvinne, forent, overkomme
υπερνικώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övervinna, vinna, surmount, att övervinna, överkomma
υπερνικώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päihittää, kukistaa, voittaa, selviytymään, ylittämään, voittamiseksi, voitettavanaan
υπερνικώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvinde, at overvinde, overvindelse, overkomme, overvindelse af
υπερνικώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvítězit, porazit, přemoci, překonat, zdolat, překonávat, překonávání
υπερνικώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwyciężać, zwyciężyć, pokonać, przezwyciężać, pokonania, przezwyciężyć, przezwyciężenia
υπερνικώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felülmúl, leküzdeni, leküzdje, leküzdeniük, felülemelkedni
υπερνικώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenmek, aşmak, üstesinden, üstesinden gelmek, sınırları aşmak, surmount
υπερνικώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долати, переборювати, подолати, долатимуть
υπερνικώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, kapërcej, të kapërcej, tejkalimin, kapërcyer, të kapërcyer
υπερνικώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преодолявам, превъзмогвам, преодоляване, преодолеем, превъзмогне
υπερνικώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераадольваць, пераадолець, адольваць
υπερνικώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võitma, ületama, ületada, ületamiseks, ületada siis, pealt katma
υπερνικώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savladati, prebroditi, probiti, savlada, svladati
υπερνικώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirstíga, surmount
υπερνικώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nugalėti, įveikti, įveikimu, apvainikuoti, būti viršuje
υπερνικώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekarot, pārspēt, uzvarēt, pārvarēt, pārvarētu, jāpārvar, pārvarēšanā
υπερνικώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
совладаат, совладаме, совладуваат, надминувањето, надминат
υπερνικώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
învinge, depăși, depășească, surmonta, invinge
υπερνικώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porazit, potlačit, premagovanju, preseči, premagovanje, premagovati, premagali
υπερνικώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
premočí, prekonať, prekonanie, odstrániť, prekonávať
Τυχαίες λέξεις