Kapiteel στα ελληνικά

Μετάφραση: kapiteel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα
Kapiteel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kapitalist στα ελληνικά - καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
  • kapitalistlik στα ελληνικά - καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
  • kapitulatsioon στα ελληνικά - συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
  • kaplan στα ελληνικά - εφημέριος, ιερέας, ιερέα, εφημέριο, chaplain
Τυχαίες λέξεις
Kapiteel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα