Λέξη: κερδοσκόπος
Σχετικές λέξεις: κερδοσκόπος
κερδοσκόπος online, κερδοσκόπος συνώνυμο, κερδοσκόπος συνώνυμα, κερδοσκόποσ ορισμόσ, κερδοσκόπος ετυμολογία
Συνώνυμα: κερδοσκόπος
μελετητής
Μεταφράσεις: κερδοσκόπος
κερδοσκόπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speculator, a speculator
κερδοσκόπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulador, especulador de, especuladores, el especulador
κερδοσκόπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulant, Spekulant, Spekulanten, speculator
κερδοσκόπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accapareur, spéculateur, spéculateurs
κερδοσκόπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speculatore, speculator, speculatori, speculatore di, speculatore che
κερδοσκόπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
especulador, speculator, especulador de, especuladores
κερδοσκόπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speculant, speculanten, speculator, van speculanten
κερδοσκόπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спекулянт, мыслитель, аферист, наблюдатель, барышник, спекулянтом, спекулянта
κερδοσκόπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spekulant, Speculator, spekulanten, i Speculator
κερδοσκόπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spekulant, speculator, spekulanten, till Speculator
κερδοσκόπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keinottelija, keinottelua, keinottelusta, keinottelijan, speculator
κερδοσκόπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulant, spekulation, spekulanten, Speculanten
κερδοσκόπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spekulant, spekulantem, spekulant s, spekulanta
κερδοσκόπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spekulant, spekulantem, speculator, spekulanta, geszefciarz
κερδοσκόπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekuláns, spekulánsok, spekuláló, spekulánsnak
κερδοσκόπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
spekülatör, spekülatörü, speculator, spekülatördür, borsa yatırımcısı
κερδοσκόπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спекулянт, біржовик, мислитель
κερδοσκόπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mendues, afarist, spekulator, afarist i
κερδοσκόπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулант, мислител, спекуланти, спекула
κερδοσκόπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спекулянт, спэкулянт
κερδοσκόπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spekulant, spekulandi, hangeldaja, Keinottelija
κερδοσκόπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mislilac, špekulant
κερδοσκόπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spákaupmennska, Spákaupmaður, spákaupmanna
κερδοσκόπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spekuliantas, Speculator, mąstytojas, biržos lošėjas, Prātnieks
κερδοσκόπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spekulants, spekulanti, spekulantu, prātnieks
κερδοσκόπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпекулант, мислител
κερδοσκόπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
speculant, speculator, speculatorul, speculator de, jucător la bursă
κερδοσκόπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
špekulant
κερδοσκόπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špekulant, spekulant
Τυχαίες λέξεις