Karske στα ελληνικά
Μετάφραση: karske, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απέριττος, λιτός, φειδωλός, εγκρατής, αγνός, ήπειρος, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- karpkala στα ελληνικά - κυπρίνος, κυπρίνου, κυπρίνους, κυπρίνων, κυπρίνο
- karpkalad στα ελληνικά - κυπρίνος, Carp, Κυπρίνοι, Κυπρίνου, Ο κυπρίνος
- karsklane στα ελληνικά - δεν, δεν είναι, όχι, Μη, δεν έχει
- karskus στα ελληνικά - εγκράτεια, αγνότητα, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
Τυχαίες λέξεις
Karske στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απέριττος, λιτός, φειδωλός, εγκρατής, αγνός, ήπειρος, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Μεταφράσεις: απέριττος, λιτός, φειδωλός, εγκρατής, αγνός, ήπειρος, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή