Λέξη: κληρονομώ
Σχετικές λέξεις: κληρονομώ
κληρονομώ αγγλικα, κληρονομώ την κόρη μου, κληρονομώ συνωνυμο, κληρονομώ βικιλεξικο, κληρονομώ στα αγγλικα
Συνώνυμα: κληρονομώ
μπαίνω
Μεταφράσεις: κληρονομώ
κληρονομώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inherit
κληρονομώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suceder, heredar, heredarán, heredará, heredar la, heredad
κληρονομώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erben, ererben, übernehmen, erbt, zu erben
κληρονομώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hériter, héritent, héritons, héritez, hériter de, hériteront, héritera, héritage
κληρονομώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ereditare, erediteranno, erediterà, ereditare la, ereditano
κληρονομώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspirar, herde, herdar, aspirar, herdam, herdarão, herdar a, herda
κληρονομώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beërven, erven, erft, beerven, overnemen
κληρονομώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
унаследовать, наследовать, наследуют, наследует, унаследует
κληρονομώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arve, arver, arv, eie, å arve
κληρονομώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärva, ärver, att ärva, arvedel, arv
κληρονομώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
periä, perivät, peri, perinnöksi, perimään
κληρονομώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arve, arver, at arve, overtage, arv
κληρονομώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dědit, zdědit, zdědí, dědí, dědictví
κληρονομώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odziedziczyć, dziedziczyć, dziedziczą, odziedziczą, odziedziczy
κληρονομώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örököl, öröklik, örökölni, örökli, örökölje
κληρονομώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
miras, devralır, devralan, devralmak, kalıtım yoluyla
κληρονομώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
властивій, властивого, властивому, властивих, успадковувати, наслідувати, успадкувати, вічне, спадкувати
κληρονομώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trashëgoj, trashëgojnë, të trashëgojnë, trashëgojë, trashëguar
κληρονομώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наследят, наследи, наследя, наследим, наследиш
κληρονομώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
успадкаваць, у спадчыну, ўспадкоўваць, ўспадкаваць, унаследаваць
κληρονομώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärima, pärandama, pärida, pärivad, päri, päranduseks
κληρονομώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojesti, ukočiti, zabraniti, naslijediti, nasljediti, baštiniti, nasljeđuju, baštinim
κληρονομώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfa, eignast, eignar, erft, arf
κληρονομώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paveldėti, paveldės, paveldi, paveldėkite, paveldėčiau
κληρονομώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mantot, iemantos, manto, iemantotu, iemantojiet
κληρονομώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наследат, го наследат, наследуваат, наследиме, наследи
κληρονομώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moșteni, moștenească, moștenesc, mosteni, moștenim
κληρονομώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podedujejo, podedovali, podedujemo, dedovati, dedujejo
κληρονομώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdediť, dediť
Τυχαίες λέξεις