Λέξη: χαρακτηριστικό

Σχετικές λέξεις: χαρακτηριστικό

χαρακτηριστικό φάσμα ακτίνων χ, χαρακτηριστικό πολυώνυμο, χαρακτηριστικό συνώνυμα, χαρακτηριστικό nfc, χαρακτηριστικό αλεξιθυμία, χαρακτηριστικό ασφαλείας, χαρακτηριστικό πέρασμα στο κέντρο της πρέβεζας, χαρακτηριστικό παράδειγμα, χαρακτηριστικό της παραλίας του μυλοποτάμου, χαρακτηριστικό πέρασμα στις βόλτες στο κέντρο της πρέβεζας είναι το

Συνώνυμα: χαρακτηριστικό

ράβδωση, λωρίδα, γραμμή, φλεψ γης, φλέβα μεταλλεύματος, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα, λεπτολογία, λεπτομέρεια

Μεταφράσεις: χαρακτηριστικό

χαρακτηριστικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feature, trait, characteristic, feature of, characterized

χαρακτηριστικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
característica, rasgo, atributo, función, función de, característica de

χαρακτηριστικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besonderheit, merkmal, feuilleton, einrichtung, charakterzug, fähigkeit, zug, eigenschaft, gesichtszug, Feature, Merkmal, Eigenschaft, Funktion

χαρακτηριστικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caractéristique, représenter, trait, figurer, cachet, propriété, caractériser, linéament, attribut, accentuer, marquer, fonction, fonctionnalité, option, élément

χαρακτηριστικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tratto, caratteristica, funzione, funzionalità, funzione di, funzionalità di

χαρακτηριστικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adestrar, pena, traço, treinar, comboio, trem, característica, recurso, funcionalidade, recurso de, O recurso

χαρακτηριστικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karaktertrek, trek, gelaatstrek, kenmerken, functie, feature, kenmerk, eigenschap

χαρακτηριστικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
признак, деталь, свойство, черта, примета, предзнаменование, знак, штрих, чёрточка, особенность, функция, особенностью, чертой

χαρακτηριστικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trekk, funksjonen, funksjon, feature

χαρακτηριστικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
särdrag, funktion, funktionen, egenskap, inslag

χαρακτηριστικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piirre, kasvonpiirre, ominaisuus, luonteenpiirre, toiminto, ominaisuuden, ominaisuutta

χαρακτηριστικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
funktion, funktionen, træk, karakteristika

χαρακτηριστικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tah, rys, představit, zdůraznit, znak, zdůrazňovat, charakter, zobrazit, charakterizovat, figurovat, vyznačovat, vlastnost, funkce, rysem, vlastností

χαρακτηριστικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwydatnić, opisywać, wyróżnik, osobowość, rys, rysa, ryś, przedstawiać, właściwość, uwypuklać, cechować, cecha, uwypuklić, reportaż, uwydatniać, przymiot, funkcja, cechą, Opcja

χαρακτηριστικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
attrakció, arcvonás, vonás, funkció, jellemző, szolgáltatás, funkciót

χαρακτηριστικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellik, özelliği, özelliktir

χαρακτηριστικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штрих, властивість, риса, ознака, особливість, індивідуальність

χαρακτηριστικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cilësi, tipar, funksion, tipar i, karakteristikë, veçori

χαρακτηριστικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
особеност, функция, характеристика, черта

χαρακτηριστικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асаблівасць, адметнасць, асаблівасьць

χαρακτηριστικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põhilugu, tunnus, joon, mängufilm, tunnusjoon, funktsioon, funktsiooni, omadus

χαρακτηριστικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
značajka, posebnost, članak, svojstvo, osobina, crta, potez, značajku, obilježje

χαρακτηριστικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögun, eiginleiki, aðgerð, þáttur, eiginleika

χαρακτηριστικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ypatybė, funkcija, bruožas, požymis, savybė

χαρακτηριστικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iezīme, funkcija, funkciju, elements, iespēja

χαρακτηριστικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
функција, карактеристика, функцијата, опција, особина

χαρακτηριστικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caracteristică, trăsătură, funcție, caracteristica, facilitate

χαρακτηριστικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
funkcija, lastnost, značilnost, celovečerni, funkcijo

χαρακτηριστικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rys, črtu, črta, vlastnosť, znak

Στατιστικά δημοτικότητας: χαρακτηριστικό

Τυχαίες λέξεις