Kollektor στα ελληνικά
Μετάφραση: kollektor, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέκτης, πολλαπλός, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kollektiviseerima στα ελληνικά - κολεκτιβοποιημένες, κολεκτιβιστική, κολεκτιβοποιήθηκε, κολλεκτιβοποιημένων, κολλεκτιβοποιηθεί-
- kollektivism στα ελληνικά - κολλεκτιβισμός, κολεκτιβισμός, κολεκτιβισμού, κολεκτιβισμό, ο κολεκτιβισμός
- kollektsionäär στα ελληνικά - συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
- kollektsioon στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Τυχαίες λέξεις
Kollektor στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέκτης, πολλαπλός, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Μεταφράσεις: συλλέκτης, πολλαπλός, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών