Kontroll στα ελληνικά

Μετάφραση: kontroll, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Kontroll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kontrastne στα ελληνικά - αντίθεση, αντιπαραθέτω, συγκρίνω, αντίθεσης, σε αντίθεση, αντιπαραβάλλουν, έρχονται σε αντίθεση
  • kontributsioon στα ελληνικά - συνεισφορά, συμβολή, αποζημίωση, αποζημίωσης, αποζημιώσεως, ευθύνης, αποζημιώσεων
  • kontroller στα ελληνικά - ελεγκτής, ελεγκτή, ελέγχου, υπεύθυνος, ρυθμιστή
  • kontrollija στα ελληνικά - ελεγκτής, ελεγκτή, ελέγχου, υπεύθυνος, ρυθμιστή
Τυχαίες λέξεις
Kontroll στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της