Εξουσιάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lüliti, ohje, kontroll, tühistama, domineerima, tühistada, taandada, kõrgem võim
Εξουσιάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω

εξουσιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, εξουσιάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εξορκίζω στα εσθονικά - nõiduma, anuma, vannutama, paluma, manama, Manata välja, kurja vaimu välja ajama, ...
  • εξουσία στα εσθονικά - elekter, asjatundja, autoriteet, institutsioon, võimsus, võim, võimu, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα εσθονικά - rõivastama, investeerima, pühendama, olen, kodu, oled, am, ...
  • εξουσιοδοτώ στα εσθονικά - akrediteerima, õigustama, volitama, lubama, lubada, loa, lubavad, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lüliti, ohje, kontroll, tühistama, domineerima, tühistada, taandada, kõrgem võim