Korrelatsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: korrelatsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrektsus στα ελληνικά - ορθότητα, ορθότητας, ακρίβεια, ακρίβειας, την ορθότητα
- korrektuur στα ελληνικά - διόρθωμα, διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- korrelatsiooni στα ελληνικά - συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
- korrespondent στα ελληνικά - απεσταλμένος, ανταποκριτής, ανταποκριτή, ανταποκρίτρια, ανταποκριτριών, ανταποκριτών
Τυχαίες λέξεις
Korrelatsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση