Λέξη: ξεμπερδεύω
Συνώνυμα: ξεμπερδεύω
αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπλέκω, λύω, εκτυλίσσω
Μεταφράσεις: ξεμπερδεύω
ξεμπερδεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unscramble, unravel, untangle, disentangle, unsnarl
ξεμπερδεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desenmarañar, desenredar, descifrar, desentrañar, desvelar
ξεμπερδεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entwirren, zu entwirren, enträtseln, lösen, lüften
ξεμπερδεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déchiffrer, démêler, percer, défaire, éclaircir, élucider
ξεμπερδεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbrogliare, disfare, svelare, dipanare, districare
ξεμπερδεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deslindar, desemaranhar, desfiar, desenredar, desvendar
ξεμπερδεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwarren, ontrafelen, te ontrafelen, ontrafelen van, het ontrafelen
ξεμπερδεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расшифровывать, распутывать, разгадать, распутать, раскрыть, разгадывать
ξεμπερδεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rakne, greie, løse, avdekke, avsløre
ξεμπερδεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
riva upp, nysta, riva, reda ut, reda
ξεμπερδεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purkaa, selvittää, purkamaan, tyhjäksi, purkautua
ξεμπερδεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trævle, udrede, optrævle, opklare, løs
ξεμπερδεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dešifrovat, rozluštit, rozpárat, rozmotat, rozplést, odhalili
ξεμπερδεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozszyfrować, rozwikłać, odkryć, unravel, rozwikłania, rozplatać
ξεμπερδεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kibogoz, megfejteni, felbomlik, feltárni, megbontására
ξεμπερδεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözmek, çözülmeye, çözmeye, aydınlatmak, ortaya çıkarmak
ξεμπερδεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розшифровувати, роз'єднайте, розплутувати, розпутувати, розплутати
ξεμπερδεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëj fije-fije, zgjidh, zbulohej, të sqaruar, të zbulohej
ξεμπερδεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обяснявам, разгадаят, разнищи
ξεμπερδεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разблытваць, разблытаваць, калупаць
ξεμπερδεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahti harutama, lahti harutada, lahti, ütelda lahti, Purkautua
ξεμπερδεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasplesti, razmrsiti, otkrivati, odgonetnuti, raspadati
ξεμπερδεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unravel, að unravel
ξεμπερδεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpainioti, atskleisti, išnarplioti, ardyti, atsiraizgyti
ξεμπερδεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atšķetināt, atminēt, izjaukt
ξεμπερδεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замрсуваш, одврзе, разоткриваат, се одврзе, ги замрсуваш
ξεμπερδεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descurca, se descurca, descoperi, dezlega, destrame
ξεμπερδεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razvozlati, Razmrsiti, Razkriti, razplesti, razkrijejo
ξεμπερδεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozlúštiť, dešifrovať
Τυχαίες λέξεις