Korruptsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: korruptsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάδωμα, εκμαυλισμός, μαύλισμα, δωροδοκία, δεκασμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrosioon στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
- korrumpeerunud στα ελληνικά - αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διαφθείρω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, ...
- korrus στα ελληνικά - όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
- korrutaja στα ελληνικά - πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικού
Τυχαίες λέξεις
Korruptsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάδωμα, εκμαυλισμός, μαύλισμα, δωροδοκία, δεκασμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
Μεταφράσεις: λάδωμα, εκμαυλισμός, μαύλισμα, δωροδοκία, δεκασμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας