Kott στα ελληνικά
Μετάφραση: kott, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kotermann στα ελληνικά - ξωτικό, Hobgoblin, καλικάντζαρο, φάντασμα
- kotkapoeg στα ελληνικά - αετιδέας
- kottis στα ελληνικά - σακουλιασμένος, σακκουλιαστός, φαρδιά, φαρδύ, τα φαρδιά
Τυχαίες λέξεις
Kott στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Μεταφράσεις: απολύω, τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας