Kurblik στα ελληνικά
Μετάφραση: kurblik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θλιβερός, λυπηρός, πονεμένος, πονεμένη, πονεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kuratlik στα ελληνικά - σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
- kurb στα ελληνικά - δυστυχισμένος, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
- kurblikult στα ελληνικά - dolefully
- kurbus στα ελληνικά - λύπη, θλίψη, θλίψης, τη θλίψη, λύπης
Τυχαίες λέξεις
Kurblik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θλιβερός, λυπηρός, πονεμένος, πονεμένη, πονεμένοι
Μεταφράσεις: θλιβερός, λυπηρός, πονεμένος, πονεμένη, πονεμένοι