Lämbuma στα ελληνικά
Μετάφραση: lämbuma, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, στραγγαλίζω, φλομώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε
Μεταφράσεις
- lällutama στα ελληνικά - ασυναρτησίες, κελαρύζω, φλυαρώ, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, ...
- lämbe στα ελληνικά - καταπιεστικός, αποπνικτικός, αποπνικτικό, λάγνα, αισθησιακά, φλογερή
- lämbumine στα ελληνικά - ασφυξία, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
- lämmatama στα ελληνικά - ασφυκτιώ, σύννεφο, πνίγω, αποπνίγω, πνίξουν, να πνίξουν
Τυχαίες λέξεις
Lämbuma στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, στραγγαλίζω, φλομώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε
Μεταφράσεις: πνίγω, στραγγαλίζω, φλομώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε