Λέξη: στατιστική
Σχετικές λέξεις: στατιστική
στατιστική υπηρεσία, στατιστική πολυπλεξία, στατιστική στις επιστήμες της συμπεριφοράς με τη χρήση του spss, στατιστική ανάλυση ερωτηματολογίου, στατιστική υπηρεσία ελλάδας, στατιστική ανάλυση δεδομένων, στατιστική ανάλυση, στατιστική θεωρία και εφαρμογές με τον ms-excel, στατιστική σημαντικότητα, στατιστική γ λυκείου, στατιστική αρχή, ελληνική στατιστική αρχή, εθνική στατιστική, εθνική στατιστική υπηρεσία, ελληνική στατιστική υπηρεσία, στατιστική υπηρεσία ελλάδος
Μεταφράσεις: στατιστική
στατιστική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
statistics, statistical, statistic, a statistical, statistically
στατιστική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estadística, estadísticas, las estadísticas, estadísticas de, las estadísticas de
στατιστική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
statistik, Statistik, Statistiken, Spiel
στατιστική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
statistique, statisticien, statistiques, Statistique, les statistiques, des statistiques, de statistiques
στατιστική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
statistica, statistiche, le statistiche, statistics, statistiche di
στατιστική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estatística, estatísticas, as estatísticas, estatísticas de, statistics
στατιστική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
statistiek, statistische gegevens, Statistieken, statistische, de statistieken
στατιστική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
статистик, статистика, статистики, статистические данные, статистические
στατιστική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
statistikk, statistikken, statistikker
στατιστική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
statistik, statistiken
στατιστική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilastotieto, tilastotiede, tilasto, tilastotiedot, tilastojen, tilastot, tilastoja
στατιστική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
statistik, statistikker, statistiske, statistikkerne, statistiske oplysninger
στατιστική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistiky, statistik, statistické údaje, statistiky k
στατιστική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dane, statystyka, statystyk, statystyki, Statystki, statystyczne
στατιστική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
statisztika, statisztikák, statisztikai, statisztikákat, statisztikát
στατιστική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istatistik, istatistikleri, İstatistikler, istatistiği, Istatistikler Üyelik
στατιστική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статистика, статистики
στατιστική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
statistika, të dhëna statistikore, statistikë, statistikat, statistikat e
στατιστική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
статистика, статистики, статистиката, статистически данни, статистическите данни
στατιστική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
статыстыка, статыстыка беларускага
στατιστική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistikat, statistiliste andmete, statistiliste, statistikas
στατιστική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistike, učinak, statistiku, statistički
στατιστική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tölfræði, Hagstofa, tölur, hagskýrslur, tölfræðilegar
στατιστική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistiniai duomenys, statistikos, statistiniai, statistiką
στατιστική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistikas, statistiku, statistikas dati
στατιστική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
статистика, статистики, статистиката, статистиките, статистички податоци
στατιστική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
statistică, statistici, statisticile, statisticilor, statistica de
στατιστική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
statistika, statistični podatki, Statistike, statistični, statistiko
στατιστική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štatistika, štatistiky, Stránka štatistik, štatistik, štatistiku
Στατιστικά δημοτικότητας: στατιστική
Τυχαίες λέξεις