Lausik στα ελληνικά

Μετάφραση: lausik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, επίπεδος, Lausik
Lausik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lause στα ελληνικά - ρήτρα, καταδικάζω, καταδίκη, πρόταση, φράση, περίοδος, ποινή
  • lauseõpetus στα ελληνικά - σύνταξη, συντακτικό, σύνταξης, τη σύνταξη, σύνταξη της
  • lauskmaa στα ελληνικά - πεδινός, Πεδινή, Lowland, πεδινών, Πεδινό
  • lauspilves στα ελληνικά - συννεφιασμένος, μουντός, νεφελώδης, συννεφιά, Νεφώσεις, συννεφιάζω, έντονη συννεφιά
Τυχαίες λέξεις
Lausik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, επίπεδος, Lausik