Leevenemine στα ελληνικά

Μετάφραση: leevenemine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, ελάττωση, μείωσης, μειώσεως, μείωσης των, τη μείωση
Leevenemine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leevendav στα ελληνικά - ανακούφιση, Αρωγής, Η ατέλεια, Relief, Απαλλαγή
  • leevendus στα ελληνικά - παρηγορώ, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
  • leevike στα ελληνικά - κακκινολαιμής, Bullfinch
  • legaalne στα ελληνικά - νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
Τυχαίες λέξεις
Leevenemine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, ελάττωση, μείωσης, μειώσεως, μείωσης των, τη μείωση