Ελάττωση στα εσθονικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leevenemine, vaibumine, vähendamine, vähendamise, vähendamist, vähenemine, vähendamisele
Ελάττωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ελάττωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα εσθονικά - vähetähtis, alaealine, väike, väiksem, alaealise, väikesed, väiksemaid
  • ελάττωμα στα εσθονικά - viga, halvenev, defekt, defekti, puuduse, puudus
  • ελάφι στα εσθονικά - uluk, hirv, hirved, hirve, hirvede, deer
  • ελάχιστος στα εσθονικά - vähim, miinimum, minimaalne, minimaalse, minimaalselt, minimaalset
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leevenemine, vaibumine, vähendamine, vähendamise, vähendamist, vähenemine, vähendamisele