Leiutama στα ελληνικά
Μετάφραση: leiutama, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφευρίσκω, επινοώ, καταφέρνω, μηχανεύομαι, contrive
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leitnant στα ελληνικά - υπολοχαγός, υπολοχαγό, υπολοχαγού, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγών
- leiutamine στα ελληνικά - τέχνασμα, επινόηση, τεχνάσματος, το τέχνασμα, επινόημά
- leke στα ελληνικά - χύνω, διαρρέω, ξεφεύγω, διαρροή, δραπετεύω, διαφυγή, διαρροής, ...
Τυχαίες λέξεις
Leiutama στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, επινοώ, καταφέρνω, μηχανεύομαι, contrive
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, επινοώ, καταφέρνω, μηχανεύομαι, contrive