Λέξη: πρόνοια
Σχετικές λέξεις: πρόνοια
πρόνοια αιγάλεω, πρόνοια ηρακλείου κρήτης, πρόνοια θεσσαλονίκη, πρόνοια λάρισας, πρόνοια καλλιθέας, πρόνοια επίδομα, πρόνοια ηράκλειο κρήτης, πρόνοια κατερίνης, πρόνοια καλαμάτας, πρόνοια αθηνών
Συνώνυμα: πρόνοια
πρόβλεψη, όρος, φροντίδα, προφύλαξη, οικονομία, προμελέτη
Μεταφράσεις: πρόνοια
πρόνοια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
welfare, provision, providence, precaution, assistance
πρόνοια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bienestar, provisión, suministro, disposición, prestación, disposiciones
πρόνοια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fürsorge, sozialhilfe, wohlfahrt, Bestimmung, Bereitstellung, Vorschrift, Erbringung, Rückstellung
πρόνοια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bonheur, succès, prospérité, bien, bien-être, réussite, disposition, fourniture, prestation, provision, dispositions
πρόνοια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benessere, fornitura, disposizione, prestazione, disposizioni, norma
πρόνοια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provisão, fornecimento, disposição, prestação, oferta
πρόνοια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorziening, provisie, bepaling, levering, verstrekking
πρόνοια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благополучие, благосостояние, достаток, благоустройство, благотворительность, благоденствие, положение, предоставление, обеспечение, оказание
πρόνοια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velferd, bestemmelse, bestemmelsen, avsetning, levering, tilbudet
πρόνοια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välfärd, väl, tillhandahållande, bestämmelse, bestämmelsen, tillhandahållandet, bestämmelser
πρόνοια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvinvointi, sosiaalihuolto, hyvä, sosiaaliturva, säännös, säännöksen, säännöstä, säännöksessä, määräyksen
πρόνοια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemmelse, levering, bestemmelser, bestemmelsen
πρόνοια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
blaho, dobro, ustanovení, poskytování, poskytnutí, opatření
πρόνοια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrobyt, pomyślność, powodzenie, dobro, przepis, rezerwa, postanowienie, świadczenie, przepis ten
πρόνοια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellátás, rendelkezés, rendelkezést, a rendelkezés, nyújtása
πρόνοια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hüküm, karşılığı, karşılık, hükmü
πρόνοια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зварки, становище, положення, стан
πρόνοια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dispozitë, dispozita, sigurimi, ofrimi, dispozite
πρόνοια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
благосъстояние, осигуряване, разпоредба, предоставяне, предоставянето
πρόνοια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
становішча, палажэнне, стан
πρόνοια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keevitus, keevitamine, säte, sätte, osutamise, sätet, sättega
πρόνοια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skrb, skrbi, blagostanje, dobrobit, dobro, opskrba, odredba, pružanje, odredbe, odredbu
πρόνοια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvæði, veita, Ákvæðið, úrræði, veitingu
πρόνοια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuostata, nuostatos, teikimas, nuostatą
πρόνοια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noteikums, nodrošināšana, sniegšana, norma, tiesību norma
πρόνοια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обезбедување, одредба, обезбедувањето, одредбата, обезбедување на
πρόνοια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dispoziție, dispoziții, prevedere, furnizarea, prevederi
πρόνοια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
določba, zagotavljanje, določbo, določbe, predvideti
πρόνοια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blaho, dobro, ustanovenia, ustanovení, ustanovenie, ustanoveniami, opatrenia