Loomupärane στα ελληνικά
Μετάφραση: loomupärane, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνταγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
![Loomupärane στα ελληνικά Loomupärane στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ee-gr-7700.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- loomulikkus στα ελληνικά - φυσικότητα, φυσικότητας, πόσο φυσικό, φυσικό είναι, πόσο φυσικό είναι
- loomuomane στα ελληνικά - εγγενή, εγγενείς, εγγενούς, ενδογενή, εγγενής
- loomus στα ελληνικά - φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
- loomutus στα ελληνικά - ανόπτηση, ανόπτησης, ανασύνδεση, συγκολλήσεως, ανοπτήσεως
Τυχαίες λέξεις
Loomupärane στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνταγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Μεταφράσεις: συνταγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού