Mäss στα ελληνικά

Μετάφραση: mäss, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάζα, μαζικός, βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Mäss στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maskuliinne στα ελληνικά - αρρενωπός, αρσενικό, αρσενική, αρρενωπό, ανδρικό
  • maskuliinsus στα ελληνικά - ανδρισμός, αρρενωπότητας, αρρενωπότητα, τον ανδρισμό, ανδροπρέπειας
  • massachusetts στα ελληνικά - μάζα, μαζικός, Μασαχουσέτη, Μασαχουσέτης, Massachusetts, Μασσαχουσέττης, Μασσαχουσέττη
  • masseerima στα ελληνικά - μασάζ, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ
Τυχαίες λέξεις
Mäss στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάζα, μαζικός, βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους