Mühaklik στα ελληνικά

Μετάφραση: mühaklik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, αδέξιος
Mühaklik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mügar στα ελληνικά - κύρτωμα, καμπούρα, προεξοχή, διογκώνω, αφεντικό, μικρός κόμβος, οζίδιο, ...
  • mühakas στα ελληνικά - βώλος, αλήτης, άξεστος, αγροίκος
  • mühaklus στα ελληνικά - αδέξιος
  • mühkam στα ελληνικά - βώλος, αλήτης, άξεστος, αγροίκος
Τυχαίες λέξεις
Mühaklik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, αδέξιος