Näritud στα ελληνικά

Μετάφραση: näritud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγράφω, μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη
Näritud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • näriline στα ελληνικά - τρωκτικό, τρωκτικών, τρωκτικού, τρωκτικά, των τρωκτικών
  • närima στα ελληνικά - τρώω, μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
  • närune στα ελληνικά - ελεεινός, πενιχρός, άθλιος, μόρτης, τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ...
  • närusus στα ελληνικά - κακομοιριά, αθλιότητα, πενιχρότητα, πενιχρότης
Τυχαίες λέξεις
Näritud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγράφω, μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη