Osapool στα ελληνικά

Μετάφραση: osapool, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέα, συμβαλλόμενος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Osapool στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hiiob στα ελληνικά - δουλειά, Hiiob
  • hiljutine στα ελληνικά - πρόσφατος, πρόσφατη, πρόσφατες, τα τελευταία, πρόσφατο
  • iha στα ελληνικά - πείνα, επιθυμία, λαχτάρα, καημός, δίψα, πόθο, τον πόθο, ...
  • korpulentne στα ελληνικά - τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Τυχαίες λέξεις
Osapool στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέα, συμβαλλόμενος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου