Põhiliselt στα ελληνικά

Μετάφραση: põhiliselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρίως, ουσιαστικά, κατ 'ουσίαν, ουσίαν, βασικά
Põhiliselt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brändi στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
  • ikonograafia στα ελληνικά - εικονογραφία, εικονογραφίας, αγιογραφία, αγιογραφίας, την εικονογραφία
  • konsistents στα ελληνικά - συνοχή, συνέπεια, συνέπειας, τη συνοχή, η συνοχή
  • kriiskav στα ελληνικά - διαπεραστικός, ουρλιάζει, screeching, τσιροβολούν, στριγκούς, οδυνηρό
Τυχαίες λέξεις
Põhiliselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρίως, ουσιαστικά, κατ 'ουσίαν, ουσίαν, βασικά