Põletikuline στα ελληνικά
Μετάφραση: põletikuline, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμωμένος, οργισμένος, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambivalentne στα ελληνικά - ταλαντευόμενος, αντιμαχόμενος, αμφίσημη, αμφίθυμη, αμφίσημο, διφορούμενη
- jukerdav στα ελληνικά - βόρβορος, muck, κοπρίζω, muck τα, κάνουν muck
- kuu στα ελληνικά - φεγγάρι, φωτερό, μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, το μήνα
- lobi στα ελληνικά - grub, το grub, του grub, σκουλήκια, προνύμφη
Τυχαίες λέξεις
Põletikuline στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμωμένος, οργισμένος, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Μεταφράσεις: θυμωμένος, οργισμένος, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης