Põlv στα ελληνικά

Μετάφραση: põlv, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόνατο, γόνατος, γονάτου, του γόνατος, το γόνατο
Põlv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaugelenägelikkus στα ελληνικά - πρεσβυωπία, υπερμετρωπία, διορατικότητα, farsightedness, το farsightedness
  • kavalus στα ελληνικά - καπατσοσύνη, πανουργία, εφευρετικότητα, δόλος
  • laitmatus στα ελληνικά - υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερο
  • lõõmama στα ελληνικά - φλόγες
Τυχαίες λέξεις
Põlv στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόνατο, γόνατος, γονάτου, του γόνατος, το γόνατο