Γόνατο στα εσθονικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlv, põlve, põlveliigese, põlve-, põlvele
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας εσθονικά, γόνατο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα εσθονικά - kodar, seljatama, pulk, kinnitama, nagi, pulmad, puujalg, ...
- γόνατα στα εσθονικά - ring, ringi, süles, lap, ringil
- γόνδολα στα εσθονικά - iste, gondel, Gondola, gondliga, vagun, poolvagunite
- γόνιμος στα εσθονικά - viljakas, viljaka, viljakat, viljakad, viljakate
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: põlv, põlve, põlveliigese, põlve-, põlvele
Μεταφράσεις: põlv, põlve, põlveliigese, põlve-, põlvele