Pühalikkus στα ελληνικά

Μετάφραση: pühalikkus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοβαρότητα, αγιότητα, αγιότητας, την αγιότητα, την Αυτού Αγιότητα, αγιότητος
Pühalikkus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksemplar στα ελληνικά - δείγμα, αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
  • kalibreerimine στα ελληνικά - Βαθμονόμηση, βαθμονόμησης, Διακρίβωση, Η βαθμονόμηση, Calibration
  • litsentsima στα ελληνικά - άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Pühalikkus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοβαρότητα, αγιότητα, αγιότητας, την αγιότητα, την Αυτού Αγιότητα, αγιότητος