Perioodiliselt στα ελληνικά
Μετάφραση: perioodiliselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lauglemine στα ελληνικά - γλιστρώ, καθόδου, ολίσθηση, ολίσθησης, κατολίσθησης
- liigitus στα ελληνικά - ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, την ταξινόμηση
- loovutama στα ελληνικά - αποστέλλω, παραδίδω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει
- nutria στα ελληνικά - είδος γούνας, θαλάσσιας ενυδρίδας, Nutria, θαλάσσιες ενυδρίδες, σε θαλάσσιες ενυδρίδες
Τυχαίες λέξεις
Perioodiliselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους