Piiratud στα ελληνικά
Μετάφραση: piiratud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπερασμένος, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kolmteist στα ελληνικά - δεκατρείς, δεκατρία, δεκατριών, δέκα τρία, δέκα τρεις
- lehtpuupuit στα ελληνικά - Τα σκληρά ξύλα, Hardwoods, Σκληρά ξύλα, σκληρή ξυλεία, Η σκληρή ξυλεία
- merereis στα ελληνικά - ταξίδι, ταξιδιού, ταξιδίου, πλου, το ταξίδι
- nähtavalt στα ελληνικά - καθαρά, αισθητά, φανερά, ορατώς, εμφανώς, ορατά, ορατό, ...
Τυχαίες λέξεις
Piiratud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπερασμένος, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Μεταφράσεις: πεπερασμένος, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης