Pimesool στα ελληνικά
Μετάφραση: pimesool, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσάρτημα, παράρτημα, τυφλό, τυφλό έντερο, τυφλόν, τυφλού, το τυφλό έντερο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- järeleandlik στα ελληνικά - ενδοτικός, ευλύγιστος, υποχωρητικός, μακρόθυμος, επιεικής, ευπαθής, εύθραυστος, ...
- karjumine στα ελληνικά - κραυγές, φωνάζοντας, φωνάζει, φωνές, να φωνάζει
- malahhiit στα ελληνικά - μαλαχίτης, μαλαχίτη, του μαλαχίτη, malachite
- motiveerima στα ελληνικά - παρακινώ, παρακινήσει, κίνητρα, κίνητρο, δοθούν κίνητρα, παρακινήσουν
Τυχαίες λέξεις
Pimesool στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, τυφλό, τυφλό έντερο, τυφλόν, τυφλού, το τυφλό έντερο
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, τυφλό, τυφλό έντερο, τυφλόν, τυφλού, το τυφλό έντερο